παραπλήσιος

παραπλήσιος
παραπλήσιος, α, ον Hdt.1.202, 4.128, Isoc.7.78, etc. ; also ος, ον Th.1.84, Plb.1.37.8 :—
A coming alongside of : hence, coming near, nearly resembling ; of numbers, nearly equal, about as many ; of size, about as large ; of age, about equal ; etc. :
1 abs., Hdt.4.128, etc. ; τοιαῦτα καὶ π. such and such-like, Th.1.22 ; τὰς πράξεις ὁμοίας καὶ π. ἀποβαίνειν Isoc.l.c. ;

ταὐτόν ἐστι σοφιστὴς καὶ ῥήτωρ, ἢ ἐγγύς τι καὶ παραπλήσιον Pl.Grg.520a

;

ναυσὶ παραπλησίαις τὸν ἀριθμόν Th. 7.70

;

ἱππεῖς π. τὸ πλῆθος X.HG4.3.15

;

ἀγωνίζεσθαι πρὸς π. ἱππέας Id.Eq.Mag.8.17

.
2 freq. c. dat., ἐν τῇ ναυμαχίῃ παραπλήσιοι ἀλλήλοισι ἐγίνοντο were about equal, of a drawn battle, Hdt.8.16 ;

νῆσοι Λέσβῳ μεγάθεα παραπλήσιαι Id.1.202

;

ἐσθὴς τῇ Κορινθίῃ παραπλησιωτάτη Id.5.87

;

π. τούτῳ καὶ ὅμοιον D.19.196

; ὅμοι' ἢ π. τούτοις ib.307 : with dat. of the person for dat. of that which belongs to the person,

ἔπαθε παραπλήσια τούτῳ Hdt.4.78

, cf. Plb.1.14.2, etc. : rarely c. gen., Id.1.23.6 ; ἦχος συριγμοῦ π. Philum.Ven.21.1 (in Pl. Sph.217b the gen. ὧν is due to the attraction).
3 folld. by a relat.,

τρόπῳ παραπλησίῳ, τῷ καὶ Μασσαγέται Hdt.4.172

; by

καί, Λυδοὶ νόμοισι π. χρέωνται καὶ Ἕλληνες Id.1.94

, cf. Th.5.112
, 7.71 ; also π. πάσχουσιν ὥσπερ ἂν εἰ . . Isoc.1.27 : neut. παραπλήσια as Adv., π. ὡς εἰ . . , perinde ac si . . , Hdt.4.99 : sg., παραπλήσιον καὶ οὐ πολλῷ πλέον about the same distance and not much more, Th.7.19 ; τὸ π. D.S. 19.43 : more freq. regul. Adv. -ίως, Pl.Ap.37a, al. ; ἆρά γ' ὁμοίως ἢ π. ; D.3.27 ; ἀγωνισάμενος π. having fought with nearly equal advantage, Hdt.1.77 ;

π. τοῖς εἰρημένοις πράττοντας Isoc.5.51

, etc. ; π. καὶ . . , Lat. perinde ac . . , Hdt.7.119 ; π. ἔχει καθάπερ . . Pl.Ep.321a : [comp] Comp.

παραπλησιαίτερον Id.Plt.275c

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραπλήσιος — coming alongside of masc nom sg παραπλήσιος coming alongside of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλήσιος — α, ο / παραπλήσιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά ή παραπλεύρως σε κάποιον 2. ο σχεδόν όμοιος με κάποιον, παρεμφερής, παρόμοιος 3. ο περίπου ίσος με κάποιον 4. συνομήλικος αρχ. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • παραπλήσιος — α, ο ο σχεδόν ίδιος, ο κοντινός, ο περίπου όμοιος: Τα δύο υφάσματα είναι παραπλήσια στο χρωματισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραπλησιώτατα — παραπλήσιος coming alongside of adverbial superl παραπλήσιος coming alongside of neut nom/voc/acc superl pl παραπλήσιος coming alongside of adverbial superl παραπλήσιος coming alongside of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλησίως — παραπλήσιος coming alongside of adverbial παραπλήσιος coming alongside of masc acc pl (doric) παραπλήσιος coming alongside of adverbial παραπλήσιος coming alongside of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλήσιον — παραπλήσιος coming alongside of masc acc sg παραπλήσιος coming alongside of neut nom/voc/acc sg παραπλήσιος coming alongside of masc/fem acc sg παραπλήσιος coming alongside of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλησιαίτερον — παραπλήσιος coming alongside of masc acc sg παραπλήσιος coming alongside of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλησιωτάτην — παραπλήσιος coming alongside of fem acc superl sg (attic epic ionic) παραπλήσιος coming alongside of fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλησιώταται — παραπλήσιος coming alongside of fem nom/voc superl pl παραπλήσιος coming alongside of fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλησίου — παραπλήσιος coming alongside of masc/neut gen sg παραπλήσιος coming alongside of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπλησίους — παραπλήσιος coming alongside of masc acc pl παραπλήσιος coming alongside of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”